λιομάζωμα

λιομάζωμα
το, -ατος
το μάζεμα των καρπών της ελιάς: Για το λιομάζωμα χρειαστήκαμε πολλούς εργάτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιομάζωμα — το η συλλογή τού ελαιοκάρπου, το μάζεμα τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + μάζωμα] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”